μεσόδρομα

μεσόδρομα
επίρρ. на полпути,, посреди пути

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεσόδρομα" в других словарях:

  • μεσόδρομα — επίρρ. (για αποστάσεις) στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου («εμπόδια βρήκε / που αναγυρνάει μεσόδρομα από φόβο», Καζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοδρομής κατά τα επίρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»